- εμποροκράτης
- οο οπαδός της εμποροκρατίας (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμποροκράτης — ο οπαδός τής εμποροκρατίας … Dictionary of Greek
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
εμποροκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εμποροκρατία ή τον εμποροκράτη («εμποροκρατικό σύστημα») 2. το αρσ. ως ουσ. ο εμποροκρατικός ο εμποροκράτης … Dictionary of Greek
εμποροκρατικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον εμποροκράτη ή την εμποροκρατία (βλ. λ.). 2. το αρσ. ως ουσ., εμποροκρατικός εμποροκράτης (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)